σαμβύκη

σαμβύκη
η, ΝΑ
έγχορδο οξύφθογγο μουσικό όργανο τών αρχαίων, τριγωνικού σχήματος, είδος άρπας με τέσσερεις ή και περισσότερες χορδές το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην Συρία, στην Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά ήλθε και στην Ελλάδα
αρχ.
1. (στους Ρωμαίους) είδος πολιορκητικής μηχανής με σχήμα παρόμοιο με το παραπάνω μουσικό όργανο και, ειδικότερα, κλίμακα που τήν ανύψωναν με τροχαλίες και σχοινιά από τα πλοία ή άλλα μεταφορικά μέσα και στην συνέχεια τήν προσαρτούσαν στο πολιορκούμενο τείχος
2. συνεκδ. η σαμβυκίστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. sambuca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαμβύκη — σαμβύ̱κη , σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμβύκῃ — σαμβύ̱κῃ , σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμβῦκαι — σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Книга пророка Даниила — Запрос «Книга Даниила» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Проверить нейтральность. На странице обсуждения должны быть подробности. Книга пророка Даниила …   Википедия

  • Дан. — Книга пророка Даниила книга Библии, часть Ветхого Завета. В греко славянской Библии Книга пророка Даниила занимает четвёртое место в ряду пророческих книг Ветхого Завета. Содержание 1 Авторство книги 2 В иудаизме 3 В христианстве …   Википедия

  • Книга Даниила — Книга пророка Даниила книга Библии, часть Ветхого Завета. В греко славянской Библии Книга пророка Даниила занимает четвёртое место в ряду пророческих книг Ветхого Завета. Содержание 1 Авторство книги 2 В иудаизме 3 В христианстве …   Википедия

  • σάμβυξ — υκος, ὁ, Α πιθ. η σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαμβύκη κατά τα αθέματα ουσ.] …   Dictionary of Greek

  • σαμβυκίζω — Ν [σαμβύκη] (αμτβ.) παίζω την σαμβύκη …   Dictionary of Greek

  • σαμβυκιστής — ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • σαμβύκας — σαμβύ̱κᾱς , σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem acc pl σαμβύ̱κᾱς , σαμβύκη a triangular musical instrument with four strings fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”